- αντιλάρισμα
- τοτο αντιφέγγισμα, η τρεμάμενη ανάκλαση της φλόγας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιλαρός «λαμπερός» (γι' αυτό και η γραφή με -ι-). Ο Στ. Αλεξίου συσχετίζει περαιτέρω τη λ. εξηγώντας έτσι τη σημασία «η κοκκινωπή τρεμάμενη λάμψη και αντανάκλαση της φλόγας». Επιβίωση του ιλαρός διακρίνει επίσης και στους τ. αντιλαρίδα και αντιλαρίζω (απ' όπου το αντιλάρισμα). Κατ' άλλους η λ. ετυμολογείται από το αντηλιά, αντηλιάρισμα «ανάκλαση θερμών ή φωτεινών ακτινών» < αντηλιαρίζω (< αντηλιάρα < αντηλιά) «εκπέμπω θερμές ή φωτεινές ακτίνες, ακτινοβολώ, θαμπώνω» και «δέχομαι την επίδραση θερμών ή φωτεινών ακτινών, θαμπώνομαι από τη σφοδρή ακτινοβολία»].
Dictionary of Greek. 2013.